- χαλκοδάμας
- χαλκο-δάμᾱς [pron. full] [δᾰ], αντος,A subduing, i.e. sharpening bronze, a word of masc. termin. with fem. Subst.,
χαλκοδάμαντ' ἀκόναν Pi.I.6(5).73
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκοδάμαντ' ἀκόναν Pi.I.6(5).73
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκοδάμας — αντος, ὁ, Α αυτός που ακονίζει τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + δάμας (< δάμνημι* «δαμάζω, καταβάλλω»), πρβλ. λεοντο δάμας, τοξο δάμας] … Dictionary of Greek
χαλκοδάμαντ' — χαλκοδάμαντα , χαλκοδάμας subduing neut nom/voc/acc pl χαλκοδάμαντα , χαλκοδάμας subduing masc acc sg χαλκοδάμαντι , χαλκοδάμας subduing masc/neut dat sg χαλκοδάμαντε , χαλκοδάμας subduing masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek